ἐνιαυτός

ἐνιαυτός
ἐνιαυτός: year. Perhaps originally a less specific term than ἔτος, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, ‘as time and seasons rolled round,’ Od. 1.16 ; Διὸς ἐνιαυτοί, Il. 2.134 (cf. Od. 14.93).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνιαυτός — anniversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • οὑνιαυτός — ἐνιαυτός , ἐνιαυτός anniversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῖν — ἐνιαυτός anniversary masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῖς — ἐνιαυτός anniversary masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῖσιν — ἐνιαυτός anniversary masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοί — ἐνιαυτός anniversary masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτοῦ — ἐνιαυτός anniversary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτούς — ἐνιαυτός anniversary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτῶ — ἐνιαυτός anniversary masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυτῶν — ἐνιαυτός anniversary masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”